τρισευλογημένος

τρισευλογημένος
-η, -ο, Ν
πολύ ευλογημένος από τον Θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- /τρι* + ευλογημένος (< ευλογώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τρισμάκαρ — αρος, ὁ, ἡ, ΜΑ τρισευλογημένος, αυτός που τού αξίζει να τόν μακαρίζει κανείς πολλές φορές («Ἰωσὴφ τρισμάκαρ, κήδευσον τὸ σῶμα Χριστοῡ τοῡ Ζωοδότου», Ακολ. Μεγ. Παρασκευής). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ / τρι * + μάκαρ «ευτυχής, μακάριος»] …   Dictionary of Greek

  • τρισμακάριος — ία, ον, ΜΑ [τρισμάκαρ] τρεις φορές μακάριος, τρισευλογημένος («χελῶναι τρισμακάριαι τού τέγους», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ / τρι * + μακάριος] …   Dictionary of Greek

  • τρισμακάριστος — η, ο / τρισμακάριστος, ον ΝΜΑ τρισευλογημένος ή τρισευτυχισμένος (α. «ὦ τρισμακάριστον ξύλον, ἐν ᾧ ἐτάθη Χριστός», Μηναί. β. «βίος τρισμακάριστος», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ / τρι * + μακαριστός (< μακαρίζω), πρβλ. παμ μαχάριστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”